-
1 αυος
1) сухой, высохший, засохший(δένδρεα Hom., Arst.; sc. καρπός Her.; στέφανος Arph.; ὕλη Plat.; ἕδρη Theocr.)
2) зачахнувший, истощенный, дряхлый(γέρων Arph.)
3) обнищавший, обедневший Luc.4) ( о звуке) сухой, скрипучий, резкий(αὖον ἀϋτεῖν Hom.)
См. также в других словарях:
αύος — αὖος, η, ον και αὗος, η, ον και ος, ον (Α) 1. (για ξύλα, καρπούς κ.λπ.) ξερός, στεγνός 2. (για φύλλα) μαραμένος, ξερός 3. (για τους γέρους) αυτός που τρέμει (κυρίως από φόβο), που έχει το εύθραυστο του ξερού φύλλου 4. διψασμένος 5. εμβρόντητος,… … Dictionary of Greek