-
121 вместить
вмещу, вместишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вмещенный, βρ: -щен, -щена, -щено ρ.σ.μ.χωρώ, περιλαβαίνω, περιλαμβάνω•этот шкаф -ит все мой книги αυτή η βιβλιοθήκη θα χωρέσει όλα τα βιβλία μου•
зал не -ил всех пришедших η αίθουσα δε χώρεσε όλους όσοι ήρθαν.
περιλαμβάνομαι, χωρώ. -
122 вмешать
ρ.σ.μ.1. επιμιγνύω, προσμιγνύω.2. μτφ. ανακατεύω, αναμιγνύω•его вмешать ли в это грязное дело τον έμπλεξαν σ’ αυτή τη βρωμερή υπόθεση (βρωμοδουλιά).
1. αναμιγνύομαι, ανακατεύομαι•вмешать в толпу ανακατεύομαι στο πλήθος.
2. παίρνω μέρος, συμμετέχω•вмешать в драку αναμιγνύομαι στον καβγά.
-
123 вопить
-плю, -пишь, ρ.δ.1. κραυγάζω, φωνάζω, ξεφωνίζω, βοώ•! спасите меня! -ла она σώστε με! ξεφώνησε αυτή!2. (διαλκ.) μοιρολογώ, θρηνώ, κλαίω. -
124 вот-вот
επίρ.τώρα, αυτή τη στιγμή, λίγο ακόμα και, παρ’ ολίγο•вот-вот упадет να.τώρα (λίγο ακόμα και) θα πέσει.
-
125 вплести
вплету, -тёшь, παρλθ. χρ. вплел, вплела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. вплетший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вплетенный, βρ: -тен, -тена, -теноρ.σ.μ.εμπλέκω, πλέκω μέσα•вплести ленту в косу πλέκω ταινία (κορδέλλα) μέσα, στην πλεξούδα.
|| μτφ. μπλέκω, τυλίγω, αναμιγνύω, ανακατεύω•зачем ты вплел меня в эту аферу? γιατί μ’ ανακάτεψες σ’ αυτή την κομπίνα.
εμπλέκομαι, τυλίγομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
126 время
-мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•московское время ώρα Μόσχας•
время обеда ώρα φαγητού•
сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•
время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•
в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•
время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•
долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•
в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•
потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•
мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•
не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•
выиграть время κερδίζω χρόνο•
провести время περνώ τον καιρό•
время покажет ο χρόνος θα δείξει•
время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•
в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•
новые -на νέοι καιροί•
во время войны τον καιρό του πολέμου•
на некоторое время για λίγο καιρό•
свободное время ο ελεύθερος χρόνος.
2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•
довдливое время βροχερός καιρός•
зимнее время χειμώνας-καιρός.
3. εποχή•с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•
-на года οι εποχές του έτους.
4. (φιλοσ.) ο χρόνος•пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.
5. (γραμμ.) χρόνος•настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•
будущее время μέλλοντας χρόνος•
прошедшее время παρελθονταςχρόνος.
εκφρ.во время оно – παλ. κάποτε•во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•до -ни ή до поры до –ни – παλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•на время – προσωρινά•со -ем – με τον καιρό•все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου. -
127 встрять
-яну, -янешь, παρλθ. χρ. встрял, ла, -ло, ρ.σ. (απλ.) ανακατεύομαι, αναμιγνύομαι•зря ты встрял в это дело άδικα ανακατεύτηκες σ’ αυτή την υπόθεση.
-
128 выбыть
-буду, -будешьρ.σ.απέρχομαι, αναχωρώ, φεύγω•он -был из города αυτός έφυγε από την πόλη•
она -была из школы αυτή έφυγε (διαγράφηκε) από το σχολείο•
выбыть из списков διαγράφομαι (σβήνομαι) από τους καταλόγους•
команда -была из игры η ομάδα βγήκε από το παιγνίδι.
См. также в других словарях:
αϋτή — ἀϋτή, η (Α) [αΰω (II)] 1. φωνή, κραυγή, βοή 2. πολεμική κραυγή 3. τρίξιμο … Dictionary of Greek
αὑτή — αὐτή , αὐτός self fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀυτῇ — ἀϋ̱τῇ , ἀυτέω cry pres subj mp 2nd sg ἀϋ̱τῇ , ἀυτέω cry pres ind mp 2nd sg ἀϋ̱τῇ , ἀυτέω cry pres subj act 3rd sg ἀϋ̱τῇ , ἀυτή cry fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀυτή — ἀϋ̱τή , ἀυτή cry fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτῇ — αὐτός self fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτή — αὐτός self fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑτῇ — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὕτη — οὗτος this fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὑτὴ φράσει σιγῶσα. — См. Иной молчок ответ … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λύχνου ἀρθέντος γυνὴ πᾶσα ἡ αὐτή. — См. Ночь матка все гладко! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… … Dictionary of Greek