Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αὕτη+σύ

  • 21 возразить

    -ажу, -азишь
    ρ.σ.
    αντιλέγω, εναντιολογώ, προβάλλω αντιρρήσεις, αντιτείνω•

    я -ил против этого предложения πρόβαλα α’-ντψρήσεις σ’ αυτή την πρόταση, αντιτάχτηκα σ’ αυτή την πρόταση.

    Большой русско-греческий словарь > возразить

  • 22 выдержать

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выдержанный, βρ: -жан, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. αντέχω, βαστώ, κρατώ σηκώνω•

    лед -ит танк ο πάγος θα βαστάξει το τανκ•

    мотор не -ит το μοτέρ δε θα σηκώσει.

    2. αντέχω, υπομένω, υποφέρω ανέχομαι•

    руки не -ат τα χέρια δεν θ’ αντέξουν•

    такой жизни она не -ла τέτοια ζωή αυτή δεν την υπόφερε•

    выдержать пытки αντέχω τα βασανιστήρια•

    выдержать осаду αντέχω στην πολιορκία•

    она не -ла и засмеялась αυτή δεν κρατήθηκε και ξέσπασε στα γέλια•

    выдержать экзамены πετυχαίνω στις εξετάσεις•

    новая машина -ла испытание η καινούρια μηχανή άντεξε στη δοκιμή.

    3. κρατώ, βαστώ, διατηρώ, αφήνω να παλιώσει•

    выдержать вино κρατώ κρασί να παλιώσει.

    4. διατηρώ (ζώα) για εξάσκηση.
    εκφρ.
    выдержать несколько изданий – εκδίδομαι κάμποσες φορές (χάρη στην εξαιρετικότητα)•
    выдержать паузу – κάνω σκόπιμα παύση στο λόγο•
    выдержать роль – τηρώ απαρέγκλιτα•
    выдержать характер – κρατώ σταθερό χαρκτήρα.

    Большой русско-греческий словарь > выдержать

  • 23 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

  • 24 добиться

    -бьюсь, -бьшься
    ρ.σ.
    πετυχαίνω, επιτυγχάνω, κατορθώνω, πραγματοποιώ κατόπιν προσπαθειών•

    наконец он -лся этого места επιτέλους αυτός κατόρθωσε να πάρει αυτή τη θέση•

    она -лась своего αυτή πέτυχε εκείνο που ήθελε (επεδίωκε).

    || εισχωρώ, εισδύω, εισέρχομαι, φτάνω ως•

    к нему не -ешься ως αυτόν δεν μπορείς να φτάσεις, αυτόν δεν μπορείς να τον ιδείς.

    εκφρ.
    не добиться слова, ответа – δεν μπορώ να του αποσπάσω (να του βγάλω) λέξη, απάντηση•
    не добиться толку – δεν μπορώ να βγάλω κανένα νόημα.

    Большой русско-греческий словарь > добиться

  • 25 дурно

    1. επίρ. άσχημα, κακά, -ώς•

    он поступил очень дурно αυτός συμπεριφέρθηκε πολύ άσχημα•

    дурно воспитанный κακοαναθρεμμένος•

    дурно обращаться с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον.

    2. (ως κατηγ.) είμαι, αισθάνομαι άσχημα•

    ей дурно αυτή αισθάνεται άσχημα•

    мне дурно αισθάνοααι άσχημα•

    ей стало дурно αυτή έγινε χειρότερα•

    ему сделалось дурно αυτός κόντεψε να λιποθυμήσει.

    Большой русско-греческий словарь > дурно

  • 26 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 27 налить

    -лью, -льшь, παρλθ. χρ. налил, -лила, -лило, προστκ. налей παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налитый, βρ: налит, -а, -налито
    ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω (με υγρό)•

    налить стакан чаю γεμίζω ένα ποτήρι τσάι•

    налить ведро воды γεμίζω ένα κουβά νερό.

    || χύνω, ρίχνω•

    налить воду в бочку χύνω νερό στο βαρέλι.

    2. βλ. налиться (3 σημ.). || χύνω, κατασκευάζω•

    налить пушек χύνω πυροβόλα.

    1. ρέω, τρέχω.
    2. γεμίζω (με υγρό)•

    глаза -лись слезами τα μάτια γέμισαν δάκρυα.

    || εισρέω•

    вода -лась в лодку το νερό μπήκε στη βάρκα•

    -лось воды в лодку μπήκε νερό στη βάρκα.

    3. (για καρπούς) ωριμάζω• γίνομαι ζουμερός, γεμίζω χυμό•

    груши уже -лись τα αχλάδια πια έγιναν ζουμερά.

    || μτφ. χοντραίνω, μεστώνω•

    она -лась αυτή γέμισε.

    4. μτφ.σημ. του ρ. αντικατασταίνεται από τη σημ. του έμμεσου αντικειμένου)•

    она -лась красотой αυτή ο-μόρφηνε πολύ•

    голос -лся силой η φωνή δυνάμωσε πολύ•

    налить кровью κοκκινίζω (από θυμό, υπερένταση κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > налить

  • 28 отчего

    επίρ.
    1. (ερωτηματικό) γιατί; για ποια αιτία; για ποιο λόγο από τι;•

    отчего ты пличешь? από τι κλαις;•

    отчего она хромает? γιατί αυτή κουτσαίνει;

    2. (σύνδεσμος! υποτακτικός)• γιατί•

    я не знаю отчего она плачет δεν ξέρω γιατί αυτή κλαίει.

    Большой русско-греческий словарь > отчего

  • 29 река

    -й, αιτ. реку, πλθ. реки, δοτ. рекам, οργν. реками, προθ. в реках θ.
    1. ποταμός, ποτάμι•

    берег -и η όχθη του ποταμού•

    реки текут в море τα ποτάμια χύνονται στη θάλασσα•

    река стала το ποτάμι, πάγωσε•

    река вскрылась το ποτάμι ξεπάγωσε•

    вниз по -е κατά τον ρουν του ποταμού•

    вверх по -θ αντίθετα προς τον ρουν του ποταμού•

    вскрытие -и παγετολυσία ή ξεπάγωμα του ποταμού•

    сплавная ή судоходная река πλωτός (πλευστός) ποταμός,

    μτφ. μεγάλη ποσότητα•

    реки крови ποτάμια αίμα•

    она проливала реки слз αυτή έχυνε ποτάμια δάκρυα,

    μτφ. κύλημα, διαρροή, πέρασμα•

    река жизни το κύλημα της ζωής.

    || μτφ. πλήθος, πληθώρα•

    -и народа μεγάλη κοσμοσυρροή.

    2. ως
    επίρ. -ой άφθονα•

    она льт слёзы -ой αυτή χύνει ποτάμια τα δάκρυα.

    εκφρ.
    река забвения – το ποτάμι Λήθη, τα νερά της λήθης (της λησμονιάς).

    Большой русско-греческий словарь > река

  • 30 родить

    рожу, родишь, παρλθ. χρ. родила κ.δ. родила, родило, παθ. μτχ; παρλθ. χρ. рождённый, βρ: -дён, -дена, -дено ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. γεννώ, τίκτω• κάνω•

    онэ. -ла сына αυτή έκανε γιό•

    она никогда не родила (αμ.) αυτήποτέ δε γέννησε.

    || φέρω στη ζωή•

    он -ил восемь сыновей αυτός έκανε οχτώ γιους.

    2. μτφ. δημιουργώ, προξενώ, φέρω•

    беда беду -ит το ένα κακό φέρει το άλλο.

    3. αμ. παράγω, αποδίδω, καρποφορώ•

    каменистая земля мало -ит το πετρώδες έδαφος λίγο αποδίδει.

    1. γεννιέμαι•

    каждый год у не -лись дети κάθεχρόνο αυτή γεννούσε κι από ένα παιδί•

    я -лся в 1916 году γεννήθηκα το 1916.

    2. μου έρχεται, μου κατεβαίνει•

    в тот час у него родитьлась идея εκείνη τη στιγμή του γεννήθηκε η ιδέα.

    3. γίνομαι, ευδοκιμώ, προκόβω•

    пшеница родитьласъ хорошо το σιτάρι πρόκοψε.

    εκφρ.
    - лся (родитьлась) в рубашке (в сорочке) – γεννήθηκε θεόφτωχος (όμως ευδοκίμησε).

    Большой русско-греческий словарь > родить

  • 31 сам

    сама, само (οριστική αντωνυμία).
    1. ο ίδιος, μόνος (μου)- εγώ•

    я сам это сделал εγώ ο ίδιος το έκανα•

    вы -и знаете εσείς οι ίδιοι ξέρετε ή μόνοι σας ξέρετε•

    сам во всм виноват εγώ φταίω για όλα;•

    других учит, а сам ничего не знает άλλους διδάσκει, ενω ο ίδιος δεν ξέρει τίποτε•

    -а ест, другим не дат μόνη της τρώει, στους άλλους δε δίνει.

    2. μόνος, εξ ιδίων•

    слзы так -и льются τα δάκρυα έτσι μόνα τους πηγαίνουν (ρέουν),

    3. (επιτακτικό)• (και) ο ίδιος, ακόμα (και) ο ίδιος•

    сам чрт не разберт καιο διάβολος ακόμα δε μπορεί να ξέρει.

    4. ουσ. ο νοικοκύρης, ο αφέντης, ο αρχηγός, το κεφάλι, ο τρανός•

    приехал ο τρανός ήρθε.

    5. μαζί με ουσ. σημαίνει: ποιότητα, ιδιότητα• προσωποποίηση ή ενσάρκωση•

    он -а доброта ο ίδιος είναι η καλοσύνη (προσωποποίηση της καλοσύνης).

    εκφρ.
    -а, -о собой – άθελα, ακούσια•
    глаза закрываются -и – τα μάτια κλείνονται μόνα τους•
    - о собой разумеется – εννοείται, είναι αυτονόητο, υπονοείται, εξυπακούεται, αυθυπακούεται, μιλά μόνο του•
    сам, сама, само по себе: α) μόνος μου, μοναχός μου, αυτοτελώς; β) αυτός καθ εαυτός, αυτή καβ εαυτή, αυτό καθ εαυτό• αυτός ο ίδιος, αυτή η ίδια, αυτό το ίδιο. γ) κάτι το ίδιο, το ιδιαίτερο•
    сам себе голова (хозяин, господинκ.τ.τ.) είμαι αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος, αυτοτελής, αυτοκυρίαρχος, κύριος εαυτού•
    сам, -а, -о за себя говорит – μιλά μόνο του, είναι ολοφάνερο.

    Большой русско-греческий словарь > сам

  • 32 себя

    себе, собою κ. собой, о себе (αυτοπαθής αντων. για τα τρία γένη)• εαυτός•

    каждый отвечает за себя ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του•

    каждый работает для себя ο καθένας εργάζεται για τον εαυτό του•

    никто не хочет обесчестить себя κανένας δε θέλει να ατιμάσει τον εαυτό του•

    он думает только о себе αυτός σκέφτεται μόνο για τον εαυτό του•

    я не доволен собою δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου•

    судить других по себе κρίνω τους άλλους από τον εαυτό μου•

    ты вредишь себе κακό του εαυτού σου κάνεις•

    он вне себя от радости είναι εκτός εαυτού από τη χαρά.

    || (δικό) μου, σου, του κ.τ.τ. он порезал себе палец αυτός έκοψε το δάχτυλο του•

    брать (взять) кого с собой παίρνω κάποιον μαζί μου•

    за себя πίσω μου.

    || κάποτε η μετάφραση του στην ελληνική είναι περίσσια•

    она обратила на себя взоры публики αυτή τράβηξε την προσοχή ή επέσυρε τα βλέμματα του πλήθους•

    берите это на себя επιφορτιστείτε αυτή την υπόθεση•

    присвоить -е чужое имение ιδιοποιούμαι ξένο κτήμα•

    мне что-то не по себе κάπως δεν αισθάνομαι καλά.

    εκφρ.
    к себе – σπίτι μου•
    себя я пригласил его к себе – τον προσκάλεσα σπίτι μου•
    от себя – από μένα, από μέρος μου, εξ ονόματος μου•
    по себе – α) κατ εμέ• κατά τις δυνάμεις μου, κατά τις απαιτήσεις μου•
    найти работу по себе – βρίσκω δουλειά της αρεσκείας μου. β) πίσω μου•
    оставить по себе добрую память – αφήνω πίσω μου καλή ανάμνηση•
    α) άφωνα• μέσα μου• με σιγανή φωνή.
    β) брать, взять, принять на себя – παίρνω επάνω μου, υπ ευθύνη μου, υπεύθυνα•
    не в себе – εκτός εαυτού•
    не по себе – α) αδιαθετώ, β) βλ. неудобно•
    быть самим собой – όπως μου (του κλπ.) αρέσει, πρέπει στον ίδιο•
    собой – ή (απλ.) из себя κατά την εμφάνιση•
    себе на уме кто – είναι κρυφός, πονηρός•
    сам по себе – αυτός καθ εαυτόν•
    у себя – στο σπίτι μου, στο γραφείο μου κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > себя

  • 33 случай

    α.
    1. περίπτωση, περιστατικό, συμβάν•

    непредвиденный случай απρόβλεπτη περίπτωση•

    особенный случай ιδιαίτερη περίπτωση•

    в подобном -е σε τέτοια (παρόμοια) περίπτωση•

    в противном -е σε αντίθετη περίπτωση•

    как в настоящем -е όπως τώρα σ αυτή εδώ την περίπτωση•

    ни в коем -Θ σε καμιά περίπτωση•

    если представится случай αν παρουσιαστεί περίπτωση•

    на случай смерти σε περίπτωση θανάτου•

    -и из моей жизни περιστατικά από τη ζωή μου•

    редкий случай σπάνια περίπτωση.

    || κρούσμα•

    -заболевания κρούσμα ασθένειας•

    -и нарушения дисциплины κρούσματα απειθαρχίας.

    2. περίσταση• ευκαιρία•

    в донном -е στη δοσμένη περίσταση•

    в удобном -е στη κατάλληλη ευκαιρία•

    по -ю чего με την ευκαιρία του....

    3. βλ. случайность.
    εκφρ.
    в -е чего – σε περίπτωση που•
    на -е – α) σε περίπτωση, β) παλ. τυχαία•
    от -я к -ю – πότε-πότε, από καιρό σε καιρό, που και που, κάπου-κάπου•
    купить по -ю – αγοράζω σε τιμή ευκαιρίας•
    по -ю чего – λόγω, συνεπεία, ένεκα•
    при -е – α) σε ώρα ανάγκης, στην ανάγκη, β) σε μερικές περιπτώσεις, κάποτε, ενίοτε•
    в таком (этом) -е – σε τέτοια (αυτή) ή τη δοσμένη περίπτωση•
    в -е если – σε περίπτωση αν..., на первый случай για πρώτη φορά•
    быть в -е; попасть в -е – είμαι τυχερός, τυχαίνω σε ευνοϊκή κατάσταση.

    Большой русско-греческий словарь > случай

  • 34 стыд

    α.
    1. ντροπή•

    он весь стыд потерял αυτός έχασε κάθε ίχνος ντροπής•

    ложный ψευτοντροπή•

    к нашему -у για ντροπή μας•

    стыд человек без -а άνθρωπος ξεδιάντροπος•

    -сгорать от -а κατακοκκινίζω από ντροπή•

    она вспыхнула от -а αυτή κοκκίνισε από ντροπή•

    она не имеет ни -а ни совести αυτή δεν έχει ούτε ντροπή, ούτε συνείδηση.

    2. αίσχος, καταισχύνη• ατιμία.
    3. (απλ.) ντροπαλότητα•

    девичий стыд κοριτσίστικη ντροπαλότητα.

    Большой русско-греческий словарь > стыд

  • 35 этот

    этого α., эта, этой θ., это, этогоб ουδ. αντων. δεικτική•
    αυτός, -ή, -ό, (ε)τούτος, -η, -ο, ούτος, αύτη, τούτο•

    этот человек αυτός ο άνθρωπος•

    эта женщина αυτή η γυναίκα•

    это платье αυτό το φόρεμα•

    эти книги αυτά τα βιβλία•

    при этом κοντά σ αυτό, μαζί μ αυτό, επί πλέον•

    с этим μ αυτό•

    в этом σ αυτό•

    без этого χωρίς αυτό•

    после этого ύστερ απ αυτό•

    об этом γι αυτό,περί αυτού•

    на этом σ αυτό, εδώ•

    я на это не согласен εδώ δε συμφωνώ•

    он наказан за это αυτός τιμωρήθηκε γι αυτό•

    меня к этому принудили με εξανάγκασαν γι αυτό•

    это этот моя мечта αυτό είναι το όνειρο μου•

    это мне не нравится αυτό δε μου αρέσει•

    об эту пору αυτήν την ώρα•

    я приду завтра об эту пору θα έρθω αύριο, την ίδια ώρα.

    Большой русско-греческий словарь > этот

  • 36 я

    меня, мне, меня, мною, κ. мной, обо мне προσωπική αντωνυμία πρώτου προσώπου• εγώ•

    я и мой брат εγώ και ο αδερφός μου•

    отпустите меня домой αφήστε με να πάω σπίτι μου•

    вчера меня не было дома χτες εγώ δεν ήμουν στο σπίτι•

    она меня любит αυτή με αγαπάει•

    я пишу εγώ γράφω•

    я сам это сделал εγώ ο ίδιος (μόνος μου) το έφτιαξα•

    не забываете меня μη με ξεχνάτε•

    вспомните меня θυμηθήτε με•

    эта работа сделана мной (мною) αυτή η δουλειά έγινε από μένα (την έκανα εγώ)•

    всё я да я όλο εγώ κι εγώ•

    бедный я! ο δύστυχος εγώ!

    ουσ. ουδ. άκλ. (φιλοσ.) το εγώ•

    всё моё я όλο το εγώ μου•

    наше я το εγώ μας.

    εκφρ.
    я тебя (его, вас, их) – θα σου (του, σας, τους) δείξω εγώ (σαν απειλή)•
    по мне – κατ εμέ, κατά τη γνώμη μου•
    я не я – τίποτε δεν ξέρω, δεν έχω καμιά σχέση με κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > я

  • 37 называться

    ονομάζομαι, λέγομαι

    как называ́тьсяется э́та пло́щадь? — πώς ονομάζεται αυτή η πλατεία

    ••

    так называ́тьсяемый — ο λεγόμενος…

    Русско-греческий словарь > называться

  • 38 писать

    писать 1) γράφω· \писать письмо γράφω γράμμα 2) (в газетах, журналах} δημοσιογραφώ· в газетах пишут, что...οι εφημερίδες γράφουν.ότι...3) (картину) ζωγραφίζω \писаться: как пишется это слово? Πώς γράφεται αυτή η λέξη; пистолет м το πιστόλι, το περίστροφο
    * * *

    писа́ть письмо́ — γράφω γράμμα

    2) (в газетах, журналах) δημοσιογραφώ

    в газе́тах пи́шут, что… — οι εφημερίδες γράφουν ότι...

    3) ( картину) ζωγραφίζω

    Русско-греческий словарь > писать

  • 39 писаться

    как пи́шется э́то сло́во? — πώς γράφεται αυτή η λέξη

    Русско-греческий словарь > писаться

  • 40 это

    1. это место αυτή η θέση; это очень интересно! (αυτό) είναι πολύ ενδιαφέρον! эти ученики αυτοί οι μαθητές; эти книги αυτά τα βιβλία 2. с. р. от этот
    * * *
    с. р. от этот

    Русско-греческий словарь > это

См. также в других словарях:

  • αϋτή — ἀϋτή, η (Α) [αΰω (II)] 1. φωνή, κραυγή, βοή 2. πολεμική κραυγή 3. τρίξιμο …   Dictionary of Greek

  • αὑτή — αὐτή , αὐτός self fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀυτῇ — ἀϋ̱τῇ , ἀυτέω cry pres subj mp 2nd sg ἀϋ̱τῇ , ἀυτέω cry pres ind mp 2nd sg ἀϋ̱τῇ , ἀυτέω cry pres subj act 3rd sg ἀϋ̱τῇ , ἀυτή cry fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀυτή — ἀϋ̱τή , ἀυτή cry fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτῇ — αὐτός self fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτή — αὐτός self fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὑτῇ — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὕτη — οὗτος this fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὑτὴ φράσει σιγῶσα. — См. Иной молчок ответ …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Λύχνου ἀρθέντος γυνὴ πᾶσα ἡ αὐτή. — См. Ночь матка все гладко! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»