Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αὔχημα

См. также в других словарях:

  • αύχημα — αὔχημα, το (Α) [αυχώ] 1. πράγμα για το οποίο καυχιέται και υπερηφανεύεται κανείς, το καύχημα 2. αιτία για καύχημα, δόξα 3. καύχηση, παίνεμα, επίδειξη δύναμης 4. έπαρση, αλαζονεία …   Dictionary of Greek

  • αὔχημα — thing boasted of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὔχημ' — αὔχημα , αὔχημα thing boasted of neut nom/voc/acc sg αὔχημαι , αὐχέω boast perf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχημάτων — αὔχημα thing boasted of neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχήμασι — αὔχημα thing boasted of neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχήμασιν — αὔχημα thing boasted of neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχήματα — αὔχημα thing boasted of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχήματι — αὔχημα thing boasted of neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχήματος — αὔχημα thing boasted of neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυχηματίας — αὐχηματίας, ο (Μ) [αύχημα] καυχησιάρης, αλαζόνας …   Dictionary of Greek

  • αυχηματικός — αὐχηματικός, ή, όν (Μ) [αύχημα] αλαζονικός, υπεροπτικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»