Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

αὑτηί

См. также в других словарях:

  • αὐτῆι — αὐτῇ , αὐτός self fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὑτηί — οὗτος this fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὑτῆι — αὑτῇ , ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουτοσί — αυτηί, τουτί (Α οὑτοσί, αὑτηί, τουτί) (νεοελλ. μόνο το αρσ.) (εκτεταμένος τύπος τής δεικτ. αντων. οὗτος, αὕτη, τοῡτο με το δεικτ. ί, για δακτυλοδεικτούμενο πρόσ. ή πράγμα) αυτός εδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ούτος] …   Dictionary of Greek

  • τοιουτοσί — αυτηΐ, ουτοΐ, ουδ. και τοιουτονί, Α (δεικτ. αντων.) επιτεταμένος τ. τού τοιοῡτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτον + επιτ. μόριο ί (πρβλ. οὑτοσ ί)] …   Dictionary of Greek

  • χαὐτηί — αὑτηί , οὗτος this fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»