-
1 αὐθι-γενής
αὐθι-γενής, ές, auf derselben Stelle geboren, einheimisch, ϑεός Her. 4, 180; ποταμός 4, 48 (wo αὐτιγενέες steht), der in dem Lande selbst entspringt; ὕδωρ, das an demselben Orte aufquillt, nicht wo anders herfließt, 2, 149; ἰάλεμος, häusliche, Eur. Rhes. 895; von Menschen, eingeboren, Luc. Hermot. 24 D. Hal. 1, 9; Diosc. ep. 36 (VII, 162); neben ἴδιος, dem ἐπείςακτος entggstzt, angeboren, Plut. sol. an. 23.
-
2 αὐθιγενής
αὐθι-γενής, auf derselben Stelle geboren, einheimisch; von Menschen: eingeboren
См. также в других словарях:
αυθιγενής — αὐθιγενής και ιων. τ. αὐτιγενής, ές (Α) 1. (για πρόσωπα) αυτόχθονας, γηγενής 2. (για προϊόντα) εγχώριος, ντόπιος 3. (για νερά) αυτό που αναβλύζει επί τόπου, που δεν έρχεται από άλλη πηγή 4. γνήσιος, ειλικρινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αύθι + γενής… … Dictionary of Greek