-
1 αυόκωλος
-
2 αὐόκωλος
-
3 αὐόκωλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐόκωλος
См. также в других словарях:
αὐόκωλος — withered of limb masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αυόκωλος
2 αὐόκωλος
3 αὐόκωλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐόκωλος
αὐόκωλος — withered of limb masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)