-
1 αὐχμαλέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐχμαλέος
См. также в других словарях:
θαυμαλέος — θαυμαλέος, α, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) θαυμαστός, φοβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα + επίθημα αλέος* (πρβλ. αυχμ αλέος, διψ αλέος, θαρσ αλέος)] … Dictionary of Greek
θαμβαλέος — θαμβαλέος, α, ον (Α) 1. έκπληκτος 2. θαυμαστός, φοβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμβος + επίθημα αλέος* (πρβλ. αυχμ αλέος, θαρσ αλέος)] … Dictionary of Greek
θαρσαλέος — θαρσαλέος, α, ον (AM) θαρραλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάρσος + επίθημα αλέος* (πρβλ. αυχμ αλέος, διψ αλέος). Ο τ. θαρραλέος με αφομοίωση] … Dictionary of Greek