Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αὐχμ-ᾰλέος

См. также в других словарях:

  • θαυμαλέος — θαυμαλέος, α, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) θαυμαστός, φοβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα + επίθημα αλέος* (πρβλ. αυχμ αλέος, διψ αλέος, θαρσ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • θαμβαλέος — θαμβαλέος, α, ον (Α) 1. έκπληκτος 2. θαυμαστός, φοβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμβος + επίθημα αλέος* (πρβλ. αυχμ αλέος, θαρσ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • θαρσαλέος — θαρσαλέος, α, ον (AM) θαρραλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάρσος + επίθημα αλέος* (πρβλ. αυχμ αλέος, διψ αλέος). Ο τ. θαρραλέος με αφομοίωση] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»