-
1 αυχμηεις
См. также в других словарях:
αὐχμήεσσα — αὐχμήεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχμήενθ' — αὐχμήεντα , αὐχμήεις neut nom/voc/acc pl αὐχμήεντα , αὐχμήεις masc acc sg αὐχμήεντι , αὐχμήεις masc/neut dat sg αὐχμήεντε , αὐχμήεις masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπαυχμήεις — εσσα, εν, Α λίγο αυχμηρός, λίγο ξηρός, άνυδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + αὐχμήεις «ξηρός, άνυδρος, στεγνός»] … Dictionary of Greek