Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αὐχμήεις

См. также в других словарях:

  • αὐχμήεσσα — αὐχμήεις fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχμήενθ' — αὐχμήεντα , αὐχμήεις neut nom/voc/acc pl αὐχμήεντα , αὐχμήεις masc acc sg αὐχμήεντι , αὐχμήεις masc/neut dat sg αὐχμήεντε , αὐχμήεις masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπαυχμήεις — εσσα, εν, Α λίγο αυχμηρός, λίγο ξηρός, άνυδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + αὐχμήεις «ξηρός, άνυδρος, στεγνός»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»