-
1 αυχμοί
-
2 αὐχμοί
-
3 θανατώδης
θᾰνᾰτ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανατώδης
-
4 φθορώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθορώδης
-
5 ἐρυσίβη
A rust, in corn, Pl.R. 609a ;αὐχμοὶ καὶ ἐ. Arist.HA 553b20
: pl., Pl.Smp. 188b, X.Oec.5.18, Thphr.CP3.22.1, etc.II title of Demeter in Lydia, Et.Gud.210.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρυσίβη
См. также в других словарях:
αὐχμοί — αὐχμός drought masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυσίβη — και ερυσίφη, η (AM ἐρυσίβη) μύκητας τών φυτών και τών καρπών που προσβάλλει ιδιαίτερα το σιτάρι και το κριθάρι («αὐχμοὶ καὶ ἐρυσίβη», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη τού τύπου αλεξί κακος, βροντησι κέραυνος, τερψί μβροτος και εμφανίζει ως… … Dictionary of Greek