-
1 αυταγρετος
См. также в других словарях:
παλινάγρετος — παλινάγρετος, ον (Α) 1. αυτός που ανακαλείται («[ἔπος] παλινάγρετον οὐδ ἀπατηλόν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει κάποιος 3. (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + άγρετος (<… … Dictionary of Greek
αυτάγρετος — αὐτάγρετος, ον (Α) 1. αυτοπροαίρετος, εκούσιος 2. εκείνος τον οποίο έχει πιάσει κάποιος με τα ίδια του τα χέρια 3. αυτός που εκλέγει ελεύθερα. [ΕΤΥΜΟΛ. αυτ(ο) * + *αγρετός < αγρώ ( έω) «πιάνω, καταλαμβάνω»] … Dictionary of Greek