Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αὐτ-ουργός

См. также в других словарях:

  • θερμουργός — ό (Α θερμουργός, όν) αυτός που ενεργεί με θέρμη, χωρίς ψυχραιμία, ο ριψοκίνδυνος. επίρρ... θερμουργώς με θέρμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + ουργός (< έργον), πρβλ. αυτ ουργός, δημι ουργός, χειρ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • ταυτουργός — όν, Α ταὐτοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. αὐτ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • αυτουργός — ή, ό (AM αὐτουργός, όν) νεοελλ. (κυρίως ως ουσ.) εκείνος που πραγματώνει με δική του ενέργεια ή παράλειψη την αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος ή ενεργεί πράξη που περιέχει αρχή εκτέλεσής του αρχ. μσν. 1. αυτός που ενεργεί μόνος του, χωρίς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»