-
1 αυτουργος
I21) действующий самαὐτουργῷ χερί Soph. — собственноручно;
2) живущий личным трудом(γεωργοί Xen.; ἄνθρωποι Thuc., Plut.)
3) природный, естественный, незатейливый(μέλος τεττιγος Anth.)
II
См. также в других словарях:
θερμουργός — ό (Α θερμουργός, όν) αυτός που ενεργεί με θέρμη, χωρίς ψυχραιμία, ο ριψοκίνδυνος. επίρρ... θερμουργώς με θέρμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + ουργός (< έργον), πρβλ. αυτ ουργός, δημι ουργός, χειρ ουργός] … Dictionary of Greek
ταυτουργός — όν, Α ταὐτοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. αὐτ ουργός] … Dictionary of Greek
αυτουργός — ή, ό (AM αὐτουργός, όν) νεοελλ. (κυρίως ως ουσ.) εκείνος που πραγματώνει με δική του ενέργεια ή παράλειψη την αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος ή ενεργεί πράξη που περιέχει αρχή εκτέλεσής του αρχ. μσν. 1. αυτός που ενεργεί μόνος του, χωρίς… … Dictionary of Greek