-
1 αὐτ-ήκοος
αὐτ-ήκοος, 1) selbst hörend, Ohrenzeuge. τινὸς γενέσϑαι Thuc. 1, 133; Plat. Legg. II, 658 c; Plut. de ed. lib. 13. – 2) sich allein gehorchend, unabhängig, Sp.
-
2 αὐτήκοος
II hearing oneself, i.e. a law unto oneself, Ph.2.2, al., Suid.; so, self-acquired, ἀρετή, ἐπιστήμη, Ph.1.371, 354.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτήκοος
-
3 αὐτήκοος
-
4 αυτηκοος
См. также в других словарях:
καθυπήκοος — καθυπήκοος, ον (Μ) (επιτατ. τού υπήκοος) υπήκοος, υποτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ ήκοος (< ὑπ ακούω), πρβλ. αυτ ήκοος] … Dictionary of Greek
οξυήκοος — η, ο (Α ὀξυήκοος, και εσφ. γρφ. ὀξύκοος, ον) αυτός που έχει οξεία ακοή αρχ. αυτός που έχει οξεία αντίληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. αυτ ήκοος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek