-
1 αυτοφωρος
21) сам себя изобличающий(ἀμπλακήματα Soph.)
2) пойманный с поличным, захваченный на месте преступления, уличенный Thuc.ἐπ΄ αὐτοφώρῳ Her., Eur., Lys., Arph. — с поличным
3) явный, очевидныйἐπ΄ αὐτοφώρῳ κλέπτης ὤν Aeschin. — будучи отъявленным вором;
ἐπ΄ αὐτοφώρῳ εἴλημμαι πλουσιώτατος ὤν Xen. — всем известно, что я очень богат
См. также в других словарях:
κατάφωρος — η, ο (Α κατάφωρος, ον) 1. καταφανής, ολοφάνερος, εξόφθαλμος («κατάφωρη αδικία» 2. αυτός που φωράται, που ανακαλύπτεται «επ αυτοφώρω» να κάνει κάτι αρχ. κατάφορος*. επίρρ... κατάφωρα και καταφώρως ολοφάνερα, καταφανώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * +… … Dictionary of Greek
περίφωρος — ον, Α αυτός που συνελήφθη, που πιάστηκε επ αυτοφώρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φωρος (< φώρ, ός «κλέφτης»), πρβλ. αυτό φωρος, κατά φωρος] … Dictionary of Greek
αυτόφωρος — η, ο (Α αὐτόφωρος, ον) (για αδίκημα) που διαπιστώθηκε την ώρα που το εκτελούσε ο δράστης νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει αυτόφωρα αδικήματα 2. φρ. «επ αυτοφώρω» κατά την εκτέλεση του αδικήματος αρχ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek