-
1 αυτόφωνος
-
2 αὐτόφωνος
-
3 αυτοφωνος
-
4 αὐτόφωνος
αὐτό-φωνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόφωνος
-
5 αὐτόφωνος
αὐτό-φωνος selbst tönend; χρησμοί, Orakel vom Gott selbst gesprochen -
6 αυτοφώνως
-
7 αὐτοφώνως
-
8 αυτόφωνον
-
9 αὐτόφωνον
-
10 αυτοφώνων
-
11 αὐτοφώνων
-
12 αυτόφωνα
-
13 αὐτόφωνα
-
14 αυτόφωνοι
-
15 αὐτόφωνοι
См. также в других словарях:
αυτόφωνος — αὐτόφωνος, ον (Α) [φωνή] Ι. (φρ. «χρησμὸς αὐτόφωνος» χρησμός που τον απαγγέλλει ο ίδιος ο θεός ||. επίρρ. αὐτοφώνως με την ίδια τη φωνή κάποιου … Dictionary of Greek
αὐτόφωνος — self sounding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοφώνως — αὐτόφωνος self sounding adverbial αὐτόφωνος self sounding masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόφωνον — αὐτόφωνος self sounding masc/fem acc sg αὐτόφωνος self sounding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοφώνων — αὐτόφωνος self sounding masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόφωνα — αὐτόφωνος self sounding neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόφωνοι — αὐτόφωνος self sounding masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek
ԻՆՔՆԱՁԱՅՆ — (ի, ից) NBH 1 0859 Chronological Sequence: Early classical, 14c ա. αὑτόφωνος sua voce utens. Յինքենէ այսինքն յաստուծոյ անտի ձայնեալ, կամ Ինքնին ձայնօղ. ինքնախօս. ինքնասաց. *Ոչ ոք էր, որ տեսլեան բնութեան, կամ ինքնաձայնին բարբառոյ ժուժեալ կարէր.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)