Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αὐτόφωνος

См. также в других словарях:

  • αυτόφωνος — αὐτόφωνος, ον (Α) [φωνή] Ι. (φρ. «χρησμὸς αὐτόφωνος» χρησμός που τον απαγγέλλει ο ίδιος ο θεός ||. επίρρ. αὐτοφώνως με την ίδια τη φωνή κάποιου …   Dictionary of Greek

  • αὐτόφωνος — self sounding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοφώνως — αὐτόφωνος self sounding adverbial αὐτόφωνος self sounding masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόφωνον — αὐτόφωνος self sounding masc/fem acc sg αὐτόφωνος self sounding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοφώνων — αὐτόφωνος self sounding masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόφωνα — αὐτόφωνος self sounding neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόφωνοι — αὐτόφωνος self sounding masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • ԻՆՔՆԱՁԱՅՆ — (ի, ից) NBH 1 0859 Chronological Sequence: Early classical, 14c ա. αὑτόφωνος sua voce utens. Յինքենէ այսինքն յաստուծոյ անտի ձայնեալ, կամ Ինքնին ձայնօղ. ինքնախօս. ինքնասաց. *Ոչ ոք էր, որ տեսլեան բնութեան, կամ ինքնաձայնին բարբառոյ ժուժեալ կարէր.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»