-
1 αυτότητα
-
2 αὐτότητα
См. также в других словарях:
αὐτότητα — αὐτότης identity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αυτότητα
2 αὐτότητα
αὐτότητα — αὐτότης identity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)