-
1 αυτοπολις
См. также в других словарях:
αυτόπολις — αὐτόπολις, η (Α) ελεύθερη, ανεξάρτητη πόλη … Dictionary of Greek
αὐτοπόλιες — αὐτόπολις free fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek