-
21 κατεύθυνση
[-ις (-εως)] η1) направление, курс (тж. перен.); направленность;δίνω κατεύθυνση — направлять, давать направление;
μεταβάλλω ( — или αλλάζω) κατεύθυνση — менять курс, направление;
παίρνω άσχημη κατεύθυνση — идти по неправильному пути;
προς αυτήν την κατεύθυνση — в этом направлении;
προς όλες τίς κατεύθύνσεις — по всем направлениям;
σε όλες τίς κατεύθύνσεις — во всех направлениях;
με κατεύθυνση προς... — в направлении на..., по направлению к...;
2) направление, наведение, нацеливание;κατεύθυνση του πυρός — направление огни;
3) устремление (взгляда и т. п.);4) руководство; указание; директива;γενική κατεύθυνση — общее указание, директива
-
22 μπορώ
(ε) (αόρ. μπόρεσα) 1. αμετ.1) мочь, быть в состоянии; уметь; иметь возможность;δεν μπορώ να σηκωθώ — не могу встать;
2) απρόσ. возможно, может быть;μπορεί να μην ήξερε — может быть, он не знал;
θα έρθεις το βράδυ;§ δεν μπορώ — болеть, хворать;
μπορώ να φύγω; — я свободен?, я могу уходить?;
2. μετ.1) терпеть, переносить;δεν την μπορώ μιά τέτοια προσβολή — я не могу терпеть такую обиду;
2) побороть, побеждать (кого-л.); справляться, сладить (с кем-л.);μην τα βάζεις μ' αυτόν γιατί δεν τον μπορείς — не лезь к нему, он сильнее тебя;
3) быть в состоянии поднять;αυτήν την πέτρα δεν την μπορ — этот камень я не могу поднять;
4) влиять, оказывать влияние (на кого-л.);αυτός τού μπορεί τού υπουργού — он имеет влияние на министра
-
23 ξεμπλέκω
1. μετ.1) см. ξεμπερδεύω 1, 2, 3;ξεμπλέκω τίς κλωστές — распутывать нитки;
ξεμπλέκω τό άλογο — распутать лошадь;
2) расплетать; распускать (косу, вязанье и т. п.); причёсывать (волосы);3) перен. расхлёбывать; εσύ τάμπλεξες έλα:τώρα να τα ξεμπλέξεις ( — сам) заварил кашу, сам её и расхлёбывай;
2. αμετ. выпутываться, отделываться, избавляться, выкарабкиваться;είδε κι' Βπαθε να ξεμπλέξει απ' αυτήν την υπόθεση — он с большим трудом выпутался из этого положения
-
24 πλευρά
η1) сторона, бок;πλευρά πλοίου — борт;
από τίς δυό πλευρές — по обе стороны, по обеим сторонам;
απ' την άλλη πλευρά — с другой стороны;
απ' όλες τίς πλευρές — со всех сторон;
2) сторона (в споре, переговорах и т. п.);αντίδικος πλευρά юр. — противная сторона;
3) склон (горы);4) точка зрения, аспект;απ' αυτήν την πλευρά — с этой точки зрения, в этом аспекте;
εξετάζω απ' όλες τίς πλευρές — рассматривать со всех сторон, всесторонне;
5) фланг, крыло;6) ребро;§ η άλλη πλευρά τού νομίσματος — оборотная сторона медали
-
25 στέγη
η1) крыша, кровля; 2) перен. дом, кров; приют;πατρική στέγη' — отчий дом;
πρόβλημα στέγης — жилищный вопрос;
είμαι χωρίς στέγη — не иметь пристанища, быть бездомным;
μένω χωρίς στέγη — оставаться без крова;
στερώ στέγης — лишать крова;
βρίσκω στέγη — находить приют, убежище;
υπό την αυτήν στέγην — под одной крышей
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αὐτήν — αὐτός self fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑτήν — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀυτήν — ἀϋ̱τήν , ἀυτή cry fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καὐτήν — αὐτήν , αὐτός self fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωὐτήν — αὐτήν , αὐτός self fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek