-
1 αὐτό-φωρος
αὐτό-φωρος ( φώρ), eigtl. beim Diebstahl, übh. beim Verbrechen, auf der That ertappt, Thuc. 6, 38; ἀμπλακήματα, Verbrechen, auf denen Einer sich selbst ertappt, Soph. Ant. 51. Sonst ist gew. ἐπ' αὐτοφώρῳ λαμβάνειν, auf der That ertappen, Eur. Ion. 1214; bes. häufig bei den Rednern; seltener ἐλέγξαι, Lys. 7, 42; ἐπιδεῖξαι 1, 21; vgl. bes. 13, 86 ff; – mit dem particip. verbunden, ὃν εἰλήφατ' ἐπ' αὐτοφώρῳ τοιαῠτα πεποιηκότα Dem. 19, 132; pass., ἐπ' αὐτοφώρῳ εἴλημμαι πλουσιώτατος ὤν, ich bin überführt, daß ich der Reichste bin, Xen. Symp. 3, 13; ταῠτα δρῶν Ar. Pl. 455; δῶρα ἔχων Dinarch. 1, 29. 53
-
2 αὐτόφωρος
αὐτό-φωρος, eigtl. beim Diebstahl, übh. beim Verbrechen: auf der Tat ertappt
См. также в других словарях:
κατάφωρος — η, ο (Α κατάφωρος, ον) 1. καταφανής, ολοφάνερος, εξόφθαλμος («κατάφωρη αδικία» 2. αυτός που φωράται, που ανακαλύπτεται «επ αυτοφώρω» να κάνει κάτι αρχ. κατάφορος*. επίρρ... κατάφωρα και καταφώρως ολοφάνερα, καταφανώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * +… … Dictionary of Greek
περίφωρος — ον, Α αυτός που συνελήφθη, που πιάστηκε επ αυτοφώρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φωρος (< φώρ, ός «κλέφτης»), πρβλ. αυτό φωρος, κατά φωρος] … Dictionary of Greek
αυτόφωρος — η, ο (Α αὐτόφωρος, ον) (για αδίκημα) που διαπιστώθηκε την ώρα που το εκτελούσε ο δράστης νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει αυτόφωρα αδικήματα 2. φρ. «επ αυτοφώρω» κατά την εκτέλεση του αδικήματος αρχ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek