-
1 αὐτό-στονος
αὐτό-στονος, bei sich seufzend, Aesch. Sept. 899.
-
2 αὐτόστονος
αὐτό-στονος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόστονος
-
3 αὐτόστονος
-
4 αυτοστονος
См. также в других словарях:
αυτόστονος — αὐτόστονος, ον (Α) αυτός που στενάζει για τα βάσανά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + στόνος «στεναγμός» < στένω (πρβλ. αγάστονος, βαρύστονος)] … Dictionary of Greek