-
1 αὐτό-πλεκτος
αὐτό-πλεκτος, selbst geflochten, δέμας, sich selbst windend, Opp. H. 4, 449.
-
2 αὐτόπλεκτος
αὐτό-πλεκτος, selbst geflochten, δέμας, sich selbst windend
См. также в других словарях:
εύπλεκτος — η, ο (Α εὔπλεκτος, ον και ιων. και επικ. τ. ἐΰπλεκτος, ον) 1. καλοπλεγμένος, καλόπλεχτος 2. (για άρμα) αυτό που έχει τις πλευρές καλά πλεγμένες («ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλεκτός] … Dictionary of Greek