Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αὐτό-ξεστος

См. также в других словарях:

  • λιθόξεστος — λιθόξεστος, ον (Α) αυτός που έχει λαξευθεί σε λίθο ή είναι κατασκευασμένος από λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ξεστος (< ξέω), πρβλ. αυτό ξεστος, νεό ξεστος] …   Dictionary of Greek

  • νεόξεστος — και νιόξεστος, η, ο (Α νεόξεστος, ον) αυτός που ξύστηκε πρόσφατα ή αυτός που στιλβώθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ξεστος (< ξέω), πρβλ. αυτό ξεστος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»