-
1 αὐτόξεστος
αὐτό-ξεστος, ον,A = αὐτοσχέδιος, Anon.in Rh.186.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόξεστος
См. также в других словарях:
λιθόξεστος — λιθόξεστος, ον (Α) αυτός που έχει λαξευθεί σε λίθο ή είναι κατασκευασμένος από λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ξεστος (< ξέω), πρβλ. αυτό ξεστος, νεό ξεστος] … Dictionary of Greek
νεόξεστος — και νιόξεστος, η, ο (Α νεόξεστος, ον) αυτός που ξύστηκε πρόσφατα ή αυτός που στιλβώθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ξεστος (< ξέω), πρβλ. αυτό ξεστος] … Dictionary of Greek