-
1 αὐτοζῷον
αὐτο-ζῷον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοζῷον
См. также в других словарях:
ημίζως — ἡμίζως, ὁ (Α) ἡμίζωος, μισοζωντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ζως (< ζωή), πρβλ. αυτό ζως, δί ζως] … Dictionary of Greek