-
1 αὐτόσιτος
αὐτό-σῑτος, ον,A bringing one's own provisions, Com. of a παράσιτος, Crobyl.I.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόσιτος
-
2 αὐτότροφος
αὐτό-τροφος, ον,A = αὐτόσιτος, condemned by Phryn.179.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτότροφος
См. также в других словарях:
αυτόσιτος — αὐτόσιτος, ον (Α) ειρων. παράσιτος … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek