-
1 αὐτόροφος
αὐτ-όροφος, ον,A self-covered, roofed or vaulted by nature,πέτρα Opp. H.1.22
;καλάμων σκηναί D.H.1.79
; αὐ. στέγη a natural roof, Ael. NA16.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόροφος
-
2 αυτόροφον
-
3 αὐτόροφον
-
4 αυτορόφοιο
-
5 αὐτορόφοιο
-
6 αυτορόφοις
-
7 αὐτορόφοις
-
8 αυτορόφου
-
9 αὐτορόφου
-
10 αυτορόφους
-
11 αὐτορόφους
-
12 αυτορόφω
-
13 αὐτορόφῳ
-
14 αὐτόστεγος
αὐτό-στεγος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόστεγος
См. также в других словарях:
αυτόροφος — αὐτόροφος, ον (AM) και αὐτώροφος, ον (Α) ο αφευατού στεγασμένος, αυτός που έχει φυσική οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) + όροφος. Το –ω του τ. αυτώροφος βάσει του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. διώροφος, τριώροφος)] … Dictionary of Greek
αὐτόροφον — αὐτόροφος self covered masc/fem acc sg αὐτόροφος self covered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορόφοιο — αὐτόροφος self covered masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορόφοις — αὐτόροφος self covered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορόφου — αὐτόροφος self covered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορόφους — αὐτόροφος self covered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορόφῳ — αὐτόροφος self covered masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)