Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

αὐτόροφος

См. также в других словарях:

  • αυτόροφος — αὐτόροφος, ον (AM) και αὐτώροφος, ον (Α) ο αφευατού στεγασμένος, αυτός που έχει φυσική οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) + όροφος. Το –ω του τ. αυτώροφος βάσει του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. διώροφος, τριώροφος)] …   Dictionary of Greek

  • αὐτόροφον — αὐτόροφος self covered masc/fem acc sg αὐτόροφος self covered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτορόφοιο — αὐτόροφος self covered masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτορόφοις — αὐτόροφος self covered masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτορόφου — αὐτόροφος self covered masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτορόφους — αὐτόροφος self covered masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτορόφῳ — αὐτόροφος self covered masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»