-
1 αυτόπτης
ο, αυτόπτις (-ιδος), αυτόπτρια η очевидец;αυτόπτης μάρτυρας — свидетель-очевидец
-
2 αὐτόπτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόπτης
См. также в других словарях:
αυτόπτης — ο (AM αὐτόπτης, ο, θηλ. αὐτόπτις, η) αυτός που είδε κάτι με τα ίδια του τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ (ο) + οπτης < οπ , όπωπα (παρακμ. του ορώ) (πρβλ. επόπτης, υπερόπτης)] … Dictionary of Greek