-
1 αὐτοπραγία
αὐτο-πρᾱγία, ἡ,A free, independent action, Pl.Def. 411e, Chrysipp.Stoic.3.176, Ph.2.51, Procl. in Prm.p.664S.;ἐξουσία αὐτοπραγίας Stoic.3.86
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοπραγία
См. также в других словарях:
αυτοπραγία — αὐτοπραγία, η (Α) ελεύθερη, ανεξάρτητη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + πραγία < (θ.) πραγ , πέπραγα, παρακμ. του πράσσω ( ττω)] … Dictionary of Greek