-
1 αὐτοπρόσωπος
αὐτο-πρόσωπος, ον,A in one's own person, without a mask, of an actor, Ath.10.452f, cf. Jul.Mis. 367b;αὐ. φανῆναι Luc.Pr.Im.3
;αὐ. ὁρᾶν τὸ κάλλος Id.Tim.27
;λέγειν Id.JTr.29
; speaking in one's own person, Sch.Il.Oxy.1086.64, al.;συγγράμματα αὐ.
in which the author speaks in his own person,Ammon.
in Cat.4.16; cf. αὐτοδιήγητος. Adv.-πως, θεσπίσαι Ph.2.208
;εἰσάγειν τοὺς κωμῳδουμένους Hermog.Stat.
II (v.l. -πους); ὑποκρινόμενος Him.Ecl.2.21
; (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοπρόσωπος
См. также в других словарях:
προπροσώπως — Μ επίρρ. πρόσωπο με πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + προσώπως (< πρόσωπος < πρόσωπος), πρβλ. αυτο προσώπως] … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek