Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

αὐτο-πρόσωπος

См. также в других словарях:

  • προπροσώπως — Μ επίρρ. πρόσωπο με πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + προσώπως (< πρόσωπος < πρόσωπος), πρβλ. αυτο προσώπως] …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»