Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

αὐτο-παγής

См. также в других словарях:

  • αυτοπαγής — αὐτοπαγής, ές (Α) αυτός που έγινε μόνος του, όχι από κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + παγής < πήγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • αρτιπαγής — ἀρτιπαγής, ές (Α) 1. αυτός που στερεώθηκε πριν από λίγο, ο μόλις τοποθετημένος 2. (για τυρί) αυτό που μόλις έπηξε. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + παγής < πήγνυμι (πρβλ. απαγής, συμπαγής)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»