Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αὐτο-δᾰής

См. также в других словарях:

  • αυτοδαής — αὐτοδαής, ές (Α) αυτοδίδακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + δαής < εδάην, αόρ. β του *δάω «μαθαίνω» (πρβλ. το ομόρριζο διδάσκω)] …   Dictionary of Greek

  • αδημονώ — (Α αδημονώ, έω) 1. ανησυχώ, ανυπομονώ, αγωνιώ, «κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα» 2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, κατέχομαι από άγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες. Επικρατέστερη φαίνεται εκείνη που ανάγει τη λ. ἀδήμων (απ’ όπου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»