-
1 αὐτοάνισον
αὐτο-άνῐσον, τό,A inequality in the abstract, Alex.Aphr. in Metaph.809.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοάνισον
См. также в других словарях:
πολιτεύω — ΝΜΑ [πολίτης] μέσ. πολιτεύομαι α) μετέχω ενεργά στην πολιτική ζωή ενός τόπου βάζοντας υποψηφιότητα για αιρετή αρχή, ιδίως, σήμερα, για το βουλευτικό αξίωμα («οὐδε γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας, ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.) β)… … Dictionary of Greek