-
1 αυτοανθρωπος
ὅ1) филос. человек в себе, идея человека Arst.2) настоящий человек Luc.
См. также в других словарях:
αυτοάνθρωπος — αὐτοάνθρωπος, ο (Α) 1. ο ιδανικός, ο ιδεώδης άνθρωπος 2. (για ανδριάντα) αληθινός άνθρωπος … Dictionary of Greek
αὐτοάνθρωπος — the ideal man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοανθρώπου — αὐτοάνθρωπος the ideal man masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοανθρώπους — αὐτοάνθρωπος the ideal man masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοανθρώπῳ — αὐτοάνθρωπος the ideal man masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοάνθρωποι — αὐτοάνθρωπος the ideal man masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοάνθρωπον — αὐτοάνθρωπος the ideal man masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АВТАРКИЯ — (от греч. autarkeia самоудовлетворенность) состояние независимости от внешнего мира, в т.ч. и от др. людей. Термин употреблялся Платоном и Аристотелем; киренаики и стоики считали А., или «самодостаточность», жизненным идеалом. Философия:… … Философская энциклопедия
АВТАРКИЯ — АВТАРКИЯ (αὐτάρκεια) как новоевропейский философский и политэконо мический термин означает «самодостаточность», «самодовление»; в текстах античных авторов слово αὐτάρκεια многозначно, переводится по разному (например, «исполнение»,… … Античная философия
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek