Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αὐτουργία

См. также в других словарях:

  • αὐτουργία — αὐτουργίᾱ , αὐτουργία working on oneself fem nom/voc/acc dual αὐτουργίᾱ , αὐτουργία working on oneself fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτουργίᾳ — αὐτουργίαι , αὐτουργία working on oneself fem nom/voc pl αὐτουργίᾱͅ , αὐτουργία working on oneself fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτουργία — η (AM αὐτουργία) [αυτουργός] νεοελλ. 1. η ενέργεια ή παράλειψη κάποιου με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος 2. φρ. «ηθική αυτουργία» η παρακίνηση, η παρότρυνση που ώθησε τον δράστη να γίνει αυτουργός του αδικήματος… …   Dictionary of Greek

  • αὐτουργίας — αὐτουργίᾱς , αὐτουργία working on oneself fem acc pl αὐτουργίᾱς , αὐτουργία working on oneself fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτουργίαι — αὐτουργία working on oneself fem nom/voc pl αὐτουργίᾱͅ , αὐτουργία working on oneself fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτουργίαν — αὐτουργίᾱν , αὐτουργία working on oneself fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτουργίαις — αὐτουργία working on oneself fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηθικός αυτουργός — Όρος του ποινικού δικαίου. Χαρακτηρίζει εκείνον που προκαλεί (με πρόθεση) σε άλλον την απόφαση για τη διάπραξη μιας άδικης πράξης. Τιμωρείται με την ίδια ποινή (ως αντικειμενικό πλαίσιο) με την οποία τιμωρείται και ο αυτουργός (άρθρο 46, παρ. 1 Π …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • αυτοεντία — αὐτοεντία, η (Α) [αυτοέντης] το να σκοτώσει κάποιος με τα ίδια του τα χέρια, φυσική αυτουργία …   Dictionary of Greek

  • ԻՆՔՆԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0856 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 7c, 8c գ. αὑτουργία per se ipsum facere. Գործելն ինքնին, կամ ձեռամբ իւրով. այլազգ յաստուած, եւ այլազգ յարարածս. *Ոչ եթէ տկարացել ինչ էր հայր առ արարածոց ինքնագործութիւն. Կոչ. ՟Ժ՟Ա: *Զի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»