-
1 αυτουργίαις
-
2 αὐτουργίαις
См. также в других словарях:
αὐτουργίαις — αὐτουργία working on oneself fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αυτουργίαις
2 αὐτουργίαις
αὐτουργίαις — αὐτουργία working on oneself fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)