-
1 αυτουργικη
-
2 αυτουργική
-
3 αὐτουργική
См. также в других словарях:
αὐτουργική — αὐτουργικός willing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτουργικός — αὐτουργικός, ή, όν (Α) [αυτουργός] 1. ο πρόθυμος ή ικανός να εργαστεί με τα ίδια του τα χέρια, ο εργατικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ αὐτουργική (ενν. τέχνη) η τέχνη του να κατασκευάζει κανείς κάτι πραγματικό και όχι απλό ομοίωμα … Dictionary of Greek