Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αὐτουργική

См. также в других словарях:

  • αὐτουργική — αὐτουργικός willing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτουργικός — αὐτουργικός, ή, όν (Α) [αυτουργός] 1. ο πρόθυμος ή ικανός να εργαστεί με τα ίδια του τα χέρια, ο εργατικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ αὐτουργική (ενν. τέχνη) η τέχνη του να κατασκευάζει κανείς κάτι πραγματικό και όχι απλό ομοίωμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»