-
1 αυτοσχεδίων
αὐτοσχέδιοςhand to hand: fem gen plαὐτοσχέδιοςhand to hand: masc /neut gen plαὐτοσχέδιοςhand to hand: masc /fem /neut gen pl -
2 αὐτοσχεδίων
αὐτοσχέδιοςhand to hand: fem gen plαὐτοσχέδιοςhand to hand: masc /neut gen plαὐτοσχέδιοςhand to hand: masc /fem /neut gen pl
См. также в других словарях:
αὐτοσχεδίων — αὐτοσχέδιος hand to hand fem gen pl αὐτοσχέδιος hand to hand masc/neut gen pl αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Adamántios Koraïs — Αδαμάντιος Κοραής Adamántios Koraïs Nom de naissance Ἀδαμάντιος Κοραῆς Autres noms Adamance Coray … Wikipédia en Français
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek
γκάουτσο — (gaucho).Λέξη άγνωστης προέλευσης με την οποία χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι των πάμπα,των απέραντων πεδιάδων της Νότιας Αμερικής. Απόγονος των Ισπανών που κατέκτησαν και αποίκισαν αυτές τις περιοχές, ο γ. συχνά προερχόταν από επιμειξίες με τους… … Dictionary of Greek