-
1 αυτοσχεδίασμα
-
2 αὐτοσχεδίασμα
-
3 αυτοσχεδιασμα
-
4 αὐτοσχεδίασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοσχεδίασμα
-
5 αὐτοσχεδίασμα
αὐτο-σχεδίασμα, das aus dem Stegreif Gedichtete; übh. alles ohne Vorbereitung u. Überlegung Unternommene -
6 имровизация
имровиз||ацияж τό · αὐτοσχεδίασμα \имровизацияировать. α ὑτοσχεδιάζω. -
7 экспромт
экспромтм τό αὐτοσχεδίασμα, τό ἐξ-πρόμτ. -
8 αυτοσχεδιασμάτων
-
9 αὐτοσχεδιασμάτων
-
10 экспромт
[εκσπόρμτ] ουσ. α. αυτοσχεδίασμα -
11 экспромт
[εκσπόρμτ] ουσ α αυτοσχεδίασμα -
12 импровизация
-и θ.αυτοσχεδιασμός• αυτοσχεδίασμα. -
13 экспромт
-а α.αυτοσχεδίασμα,πρόχειρο κατασκεύασμα, αμελέτητο ή της στιγμής.
См. также в других словарях:
αὐτοσχεδίασμα — work done offhand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοσχεδίασμα — το και αυτοσχεδιασμός, ο (Α αὐτοσχεδίασμα, το και αὐτοσχεδιασμός, ο) [αὐτοσχεδιάζω] λόγος ή πράξη που γίνεται πρόχειρα, χωρίς πρετοιμασία νεοελλ. ειδική ικανότητα των ηθοποιών να αυτοσχεδιάζουν, να δίνουν εντελώς προσωπική ερμηνεία, με εμπνεύσεις … Dictionary of Greek
αὐτοσχεδιασμάτων — αὐτοσχεδίασμα work done offhand neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρισναμούρτι, Τζίντου — (Jiddu Krishnamurti, Μανταναπάλ 1895 – 1986). Ινδός θεοσοφιστής φιλόσοφος. Προερχόταν από οικογένεια φτωχών βραχμάνων. Σε ηλικία μόλις 12 ετών μυήθηκε στις θεοσοφιστικές θεωρίες από την πρόεδρο της Παγκόσμιας Θεοσοφικής Εταιρείας, Άνι Μπέζαντ, με … Dictionary of Greek