-
1 αυτοπονητος
-
2 αὐτοπόνητος
αὐτο-πόνητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοπόνητος
-
3 αυτοπόνητον
αὐτοπόνητοςself-wrought: masc /fem acc sgαὐτοπόνητοςself-wrought: neut nom /voc /acc sg -
4 αὐτοπόνητον
αὐτοπόνητοςself-wrought: masc /fem acc sgαὐτοπόνητοςself-wrought: neut nom /voc /acc sg -
5 αὐτοκμής
A = αὐτοπόνητος, Opp.H.1.718.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοκμής
См. также в других словарях:
αὐτοπόνητον — αὐτοπόνητος self wrought masc/fem acc sg αὐτοπόνητος self wrought neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)