-
1 αυτοπωλικη
-
2 αυτοπωλική
-
3 αὐτοπωλική
См. также в других словарях:
αὐτοπωλική — αὐτοπωλικός trade of an fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοπωλικός — αὐτοπωλικός, ή, όν (Α) 1. αυτοπώλης 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ αὐτοπωλική το επαγγελμα του αυτοπώλη … Dictionary of Greek