-
1 αυτοπροαίρετον
αὐτοπροαίρετοςself-chosen: masc /fem acc sgαὐτοπροαίρετοςself-chosen: neut nom /voc /acc sg -
2 αὐτοπροαίρετον
αὐτοπροαίρετοςself-chosen: masc /fem acc sgαὐτοπροαίρετοςself-chosen: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
αὐτοπροαίρετον — αὐτοπροαίρετος self chosen masc/fem acc sg αὐτοπροαίρετος self chosen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοπροαίρετος — η, ο (AM αὐτοπροαίρετος, ον) [προαιρούμαι] 1. αυτός που γίνεται με την ελεύθερη θέληση κάποιου, θεληματικός 2. αυτός που ενεργεί ελεύθερα, αυτόβουλα μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐτοπροαίρετον δύναμη εκλογής … Dictionary of Greek