Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αὐτοπροαίρετον

См. также в других словарях:

  • αὐτοπροαίρετον — αὐτοπροαίρετος self chosen masc/fem acc sg αὐτοπροαίρετος self chosen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοπροαίρετος — η, ο (AM αὐτοπροαίρετος, ον) [προαιρούμαι] 1. αυτός που γίνεται με την ελεύθερη θέληση κάποιου, θεληματικός 2. αυτός που ενεργεί ελεύθερα, αυτόβουλα μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐτοπροαίρετον δύναμη εκλογής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»