Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αὐτοπραγία

См. также в других словарях:

  • αὐτοπραγία — αὐτοπραγίᾱ , αὐτοπρᾱγία free fem nom/voc/acc dual αὐτοπραγίᾱ , αὐτοπρᾱγία free fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αὐτοπραγίᾱ , αὐτοπραγία free fem nom/voc/acc dual αὐτοπραγίᾱ , αὐτοπραγία free fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοπραγία — αὐτοπραγία, η (Α) ελεύθερη, ανεξάρτητη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + πραγία < (θ.) πραγ , πέπραγα, παρακμ. του πράσσω ( ττω)] …   Dictionary of Greek

  • αὐτοπραγίας — αὐτοπραγίᾱς , αὐτοπρᾱγία free fem acc pl αὐτοπραγίᾱς , αὐτοπρᾱγία free fem gen sg (attic doric aeolic) αὐτοπραγίᾱς , αὐτοπραγία free fem acc pl αὐτοπραγίᾱς , αὐτοπραγία free fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπραγίαν — αὐτοπραγίᾱν , αὐτοπρᾱγία free fem acc sg (attic doric aeolic) αὐτοπραγίᾱν , αὐτοπραγία free fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοπραγώ — αὐτοπραγῶ ( έω) (Α) [αυτοπραγία] 1. ενεργώ ανεξάρτητα 2. κάνω τη δουλειά μου μόνος μου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»