-
1 αυτοπολιτης
-
2 αὐτοπολίτης
A citizen of a free state, prob. in X.HG5.2.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοπολίτης
-
3 αὐτοπολίτης
-
4 αυτοπολίται
-
5 αὐτοπολῖται
См. также в других словарях:
αὐτοπολῖται — αὐτοπολίτης citizen of a free state masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)