-
1 αυτοποδητί
-
2 αὐτοποδητί
-
3 αυτοποδητι
-
4 αὐτοποδητί
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοποδητί
-
5 αὐτοποδητί
-
6 αὐτόπεδον
A = αὐτοποδητί, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόπεδον
См. также в других словарях:
αυτοποδητί — αὐτοποδητί και αὐτοποδί επίρρ. (Α) με τα πόδια, πεζή … Dictionary of Greek
αὐτοποδητί — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)