Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αὐτοπαϑῶς

См. также в других словарях:

  • αὐτοπαθῶς — αὐτοπαθής speaking from one s own feeling adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοπαθής — ές (Α αὐτοπαθής, ές) (κυρίως για ρήματα και αντωνυμίες) αυτός που δηλώνει ότι η ενέργεια του υποκειμένου επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο αρχ. Ι. αυτός που μιλά εξ ιδίας πείρας II. επίρρ. αὐτοπαθῶς ενστικτωδώς, αυθόρμητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο +… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»