Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αὐτομόλησαν

См. также в других словарях:

  • αὐτομόλησαν — αὐτομολέω desert aor ind act 3rd pl (doric) αὐτομολέω desert aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύριλλος — I Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου. 1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849 54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η …   Dictionary of Greek

  • Ρουσέλιος ή Ουρσέλιος — (11ος αι.). Νορμανδός αρχηγός μισθοφόρων στον Βυζαντινό στρατό. Ανήκε σε ισχυρή οικογένεια των Νορμανδών της Γαλλίας και το 1069 πήρε μέρος στην εκστρατεία των συμπατριωτών του, με επικεφαλής τον Ροβέρτο Γιϊσκάρδο, στην Ιταλία, όπου διακρίθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Ρωμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διάκονος στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού (284 305) και Μαξιμιανού (286 305) με απαγχονισμό. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Νοεμβρίου. 2. Άκμασε επί Μαξιμιανού (286 305).… …   Dictionary of Greek

  • Τoυρκόπουλοι — Ονομάζονταν έτσι στον βυζαντινό στρατό μερικά τάγματα τα οποία στρατολογήθηκαν από μισθοφόρους Τούρκους που είχαν εκχριστιανιστεί. Αναφέρονται και ως Τουρκόπωλοι. Τα πρώτα αυτά τάγματα συγκροτήθηκαν από τον αυτοκράτορα Αλέξιο A’ Κομνηνό (1081… …   Dictionary of Greek

  • αυτομολώ — ησα, αφήνω τη θέση μου στο στρατό και προσχωρώ στον εχθρό, ή απαρνιέμαι την ιδεολογία μου και προσχωρώ στην αντίθετή της: Στον τελευταίο πόλεμο λίγοι ήταν εκείνοι, κι απ τους δυο συνασπισμούς, που αυτομόλησαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»