-
1 αυτοματισμοίς
-
2 αὐτοματισμοῖς
См. также в других словарях:
αὐτοματισμοῖς — αὐτοματισμός that which happens of itself masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αυτοματισμοίς
2 αὐτοματισμοῖς
αὐτοματισμοῖς — αὐτοματισμός that which happens of itself masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)