-
1 αυτοκτόνος
-
2 αὐτοκτόνος
-
3 αυτοκτονος
I.21) убивающий своих(χείρ Eur.)
2) Aesch., Anth. = αὐτόκτονος См. αυτοκτονοςII.2самоубийственныйθάνατος αὐ. Aesch. — взаимное убийство
-
4 αὐτόκτονος
αὐτό-κτονος, (1) selbst gemordet. (2) αὐτοκτόνος, selbst, sich wechselseitig ; ebenso die Hand der Medea, die ihre eigenen Kinder gemordet -
5 αυτοκτόνος
ος, ο[ν] 1. самоубийственный, гибельный;2. (ο, η) самоубийца -
6 αὐτοκτόνος
αὐτο-κτόνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοκτόνος
-
7 αυτοκτόνον
-
8 αὐτοκτόνον
-
9 αυτοκτόνως
-
10 αὐτοκτόνως
-
11 κτόνος
κτόνος, ὁ, der Mord, scheint nur zur Ableitung der composita αὐτοκτόνος u. ähnl. angenommen.
-
12 αὐτό-κτονος
αὐτό-κτονος, 1) selbst gemordet, ϑάνατος Aesch. Spt. 663. – 2) αὐτοκτόνος, selbst, sich wechselseitig mordend, χείρ Aesch. Spt. 787; ebenso heißt die Hand der Medea, Eur. Med. 1249, die ihre eigenen Kinder gemordet. In Ep. ad. 389 (VII, 152) sind δῶρα αὐτοκτόνα Geschenke, die wechselseitigen Mord veranlassen. – Adv., - κτόνως, Aesch. Ag. 1618.
-
13 αυτοκτόνα
-
14 αὐτοκτόνα
-
15 αυτοκτόνοι
-
16 αὐτοκτόνοι
-
17 αυτοκτόνοιν
-
18 αὐτοκτόνοιν
-
19 αυτοκτόνοις
-
20 αὐτοκτόνοις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αὐτοκτόνος — self slaying masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοκτόνος — ο (Α αὐτοκτόνος, ον) αυτός τερματίζει μόνος βίαια τη ζωή του αρχ. 1. φρ. «ἄνδρες τεθνᾱσιν ἐκ χειρών αὐτοκτόνων» σκότωσαν ο ένας τον άλλο 2. φρ. «αὐτοκτόνα δῶρα» δώρα που φέρνουν θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + κτόνος < κτείνω «σκοτώνω» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
αὐτοκτόνον — αὐτοκτόνος self slaying masc/fem acc sg αὐτοκτόνος self slaying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκτόνως — αὐτοκτόνος self slaying adverbial αὐτοκτόνος self slaying masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκτόνα — αὐτοκτόνος self slaying neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκτόνοι — αὐτοκτόνος self slaying masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκτόνοιν — αὐτοκτόνος self slaying masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκτόνοις — αὐτοκτόνος self slaying masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκτόνων — αὐτοκτόνος self slaying masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek
αυτοκτονία — Η πράξη του να αφαιρέσει κανείς μόνος του και με τη θέλησή του τη ζωή του. Αυτό συμβαίνει με μια ορισμένη συχνότητα στους νευρασθενικούς και στους παράφρονες (σε αυτούς που πάσχουν από κατάθλιψη, μελαγχολία, πρόωρη γεροντική άνοια), με ποσοστά… … Dictionary of Greek