-
1 αυτοκτονούντε
αὐτοκτονέωslay one another: pres part act masc /neut nom /voc /acc dual (attic epic doric) -
2 αὐτοκτονοῦντε
αὐτοκτονέωslay one another: pres part act masc /neut nom /voc /acc dual (attic epic doric) -
3 αυτοκτονεω
См. также в других словарях:
αὐτοκτονοῦντε — αὐτοκτονέω slay one another pres part act masc/neut nom/voc/acc dual (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοκτονώ — (Α αὐτοκτονῶ, έω) [αυτοκτόνος] νεοελλ. 1. φονεύω τον εαυτό μου, τερματίζω τη ζωή μου 2. μτφ. αυτοκαταστρέφομαι αρχ. φρ. «τώ ταλαιπώρω αὐτοκτονοῡντε» σκοτώνοντας ο ένας τον άλλο … Dictionary of Greek