-
1 αυτοκασιγνήτω
αὐτοκασίγνητοςown brother: masc nom /voc /acc dualαὐτοκασίγνητοςown brother: masc gen sg (doric aeolic)——————αὐτοκασίγνητοςown brother: masc dat sg -
2 αὐτοκασιγνήτω
Βλ. λ. αυτοκασιγνήτω -
3 αὐτοκασιγνήτῳ
Βλ. λ. αυτοκασιγνήτω -
4 αυτοκασιγνήτωι
-
5 αὐτοκασιγνήτωι
См. также в других словарях:
αὐτοκασιγνήτω — αὐτοκασίγνητος own brother masc nom/voc/acc dual αὐτοκασίγνητος own brother masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκασιγνήτῳ — αὐτοκασίγνητος own brother masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκασιγνήτωι — αὐτοκασιγνήτῳ , αὐτοκασίγνητος own brother masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)