-
1 αυτοκασιγνήτης
-
2 αὐτοκασιγνήτης
См. также в других словарях:
αὐτοκασιγνήτης — αὐτοκασιγνήτη own sister fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αυτοκασιγνήτης
2 αὐτοκασιγνήτης
αὐτοκασιγνήτης — αὐτοκασιγνήτη own sister fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)